-
1 αναισσω
стяж. ἀνᾴσσω, атт. ἀνᾴττω (fut. ἀναΐξω, aor. ἀνῇξα - эп. ἀνήϊξα)1) подниматься, возвышаться(βωμὸς ἀνᾴσσων Pind.)
2) подниматься, вставатьὅτε …ἀναΐξειεν Ὀδυσσεύς Hom. — когда поднимался (т.е. начинал говорить) Одиссей
3) вырываться наружу, бить ключомνεαρὸς μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων Aesch. — играющая в груди молодая сила4) вскакивать Eur., Xen., Plut.
См. также в других словарях:
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek